ορθοφωνητικός

ορθοφωνητικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοφωνία.
2. ως ουσ., ορθοφωνητική, η μέθοδος διόρθωσης της άρθρωσης, της λαλιάς, αλλ. ορθοφωνία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορθοφωνητικός — ή, ό [ορθοφωνία] 1. ο σχετικός με την ορθοφωνία 2. το θηλ. ως ουσ. η ορθοφωνητική η ορθοφωνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”